ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ με τον ΕΚΤΟΡΑ ΔΕΛΤΑ, συγγραφέα του βιβλίου «ΤΟ ΚΕΛΥΦΟΣ», το οποίο πριν ακόμα την επίσημη παρουσίασή του, προκάλεσε και συζητήθηκε πολύ.
Γράφει η Μαίρη Κονταρούδη @Mary Konta Οικονομολόγος - Επικοινωνιολόγος
Τα όσα διάβασα και άκουσα για αυτό το βιβλίο μου προκάλεσαν έντονα το ενδιαφέρον, οπότε το αγόρασα, το διάβασα και το επόμενο βήμα ήταν να επικοινωνήσω με τον συγγραφέα ώστε να του ζητήσω μία συνέντευξη. Είχε την ευγενή καλοσύνη να δεχτεί, συναντηθήκαμε, τα είπαμε και το περιεχόμενο της συνομιλίας μας ακολουθεί.
Διαβάζοντας το σύντομο αλλά εντυπωσιακό βιογραφικό σας, διέκρινα μία πολύπλευρη προσωπικότητα τόσο σε επίπεδο σπουδών όσο και σε επαγγελματική δραστηριότητα. Για να γίνω όμως πιο σαφής, ενώ έχετε σπουδάσει Πληροφορική (τετράγωνη σκέψη), και Μουσική (ρομαντισμός με δημιουργία), ασχολείστε πλέον μόνο με τη Συγγραφή. Τι ήταν εκείνο που σας ώθησε στη συγγραφή και αφήσατε πίσω σας την πληροφορική και τη μουσική;
Η πληροφορική και η μουσική ή αν προτιμάτε, τα μαθηματικά και το συναίσθημα, ήταν ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής μου, το οποίο αναπολώ με αγάπη. Ήταν μία σημαντική περίοδος η οποία άρχισε από τα παιδικά μου χρόνια και με συντρόφευσε για σχεδόν τρεις δεκαετίες, τόσο υπαρξιακά όσο και επαγγελματικά. Η ανάγκη μου όμως να ανακαλύψω νέους τρόπους έκφρασης αλλά και εσωτερικής αναζήτησης με ώθησε τελικά στη συγγραφή την οποία και υπηρετώ έως και σήμερα. Θεωρώ ότι μέσω της γραφής μπορώ να εκφραστώ καλύτερα, αλλά κυρίως, μπορώ να με «ανακαλύψω».
Στο εξώφυλλο του βιβλίου σας υπάρχει η προειδοποίηση, «ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΣΚΛΗΡΕΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ». Αυτό δεν είναι κάτι σύνηθες, γιατί το γράψατε;
Ήταν μία έντιμη εκ μέρους μου κίνηση (την οποία σεβάστηκε και ο εκδοτικός μου οίκος) ώστε να ενημερώσω τους αναγνώστες μου για την εξαιρετικά βίαιη φύση του νέου μου βιβλίου. Αν και πιστεύω πως η λογοκρισία δεν πρέπει να υφίσταται σε καμία μορφή τέχνης, θεωρώ πως είναι δίκαιο και ίσως αναγκαίο να υπάρχει σε κάποιες περιπτώσεις ενημέρωση για το περιεχόμενο των έργων και αυτό διότι, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι σε θέση ή αν θέλετε σε διάθεση ώστε να εκτεθούν ψυχολογικά και πνευματικά σε ακραίες βίαιες και σκοτεινές καταστάσεις.
Πιο ήταν το κίνητρο για να γράψετε αυτό το βιβλίο το οποίο μάλιστα είναι το πρώτο της τριλογίας και τι θέλετε να «δώσετε» στο αναγνωστικό κοινό μέσω του θέματος αυτού;
Δύσκολη αν και ουσιαστική η ερώτηση σας. Τα κίνητρα ενός καλλιτέχνη είναι τις περισσότερες φορές βαθιά αλλά ασαφή, αυτό σημαίνει πως συχνά γινόμαστε έρμαια των εσωτερικών αναγκών μας, τις οποίες και ακολουθούμε περισσότερο με το ένστικτο και λιγότερο με τη λογική. Στην περίπτωση του Κελύφους προσπάθησα να ανακαλύψω τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης και τη νομοτελειακή σύγκρουση των πράξεων μας με την ηθική που μας περιβάλλει.
Όσον αφορά τι ήθελα να δώσω μέσω του βιβλίου μου στους αναγνώστες, εκτός από ένα ψυχαγωγικό κείμενο, ήταν να τους εκθέσω σε μία διαφορετική θεώρηση και αντίληψη των εννοιών, «καλό» και «κακό». Πιστεύω, πως αυτές οι δύο έννοιες δεν είναι τίποτα περισσότερο από ανθρώπινες λέξεις, οι οποίες προσπαθούν να περιγράψουν καταστάσεις, τα όρια όμως των οποίων συνεχώς συστέλλονται και διαστέλλονται κατά το δοκούν, έρμαια των αρχικών προθέσεων. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι, το καλό και το κακό καθορίζονται από τις προθέσεις που μας οδηγούν σε μία πράξη και όχι από την ίδια την πράξη. Για αυτόν άλλωστε τον λόγο δεν είναι λίγες οι φορές που μία «καλή» πράξη είναι στον πυρήνα της ανήθικη.
Διαβάζοντας «ΤΟ ΚΕΛΥΦΟΣ», το οποίο και κατατάσσω στα ιδιαιτέρως «ψαγμένα» βιβλία, το πρώτο που διαπίστωσα και με εντυπωσίασε είναι ότι προλογίζετε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου σας με ένα απόφθεγμα μίας ιστορικής προσωπικότητας, το περιεχόμενο του οποίου συνάδει με τα δρώμενα του κεφαλαίου που ακολουθεί. Θα ήθελα λοιπόν να μάθω, για ποιον λόγο κάνατε κάτι τέτοιο.
Ο λόγος ήταν διττός, πρώτον έψαχνα έναν τρόπο ώστε να προλογίσω το κάθε κεφάλαιο, αφού ως συγγραφέας λατρεύω την προ οικονομία και δεύτερον ήθελα να αποτίσω φόρο τιμής στους πνευματικούς ανθρώπους διαφόρων τεχνών, τα έργα των οποίων με έχουν σμιλέψει και με έχουν σε μεγάλο βαθμό καθορίσει.
Στην ιστορία που αφηγείται το Κέλυφος, διέκρινα μία διαρκή πάλη ανάμεσα στη μετάνοια, τη διαστροφή, την αθωότητα, τη νέμεση, την αγάπη και την κτηνωδία, καθώς και σε πληθώρα άλλων αλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων. Πως κατορθώσατε να τα συνδυάσετε όλα αυτά;
Νομίζω πως ήταν πιο εύκολο από όσο φαντάζει, διότι όλα αυτά τα αντικρουόμενα συναισθήματα, οι αντιφατικές αν προτιμάτε εκδηλώσεις των ανθρώπων, είναι στην πραγματικότητα βαθιές πτυχώσεις της ίδιας ψυχής και του ιδίου πνεύματος, οι οποίες προ υπάρχουν μέσα σε όλους μας. Το ζητούμενο είναι τι επιλέγουμε βάσει των συνθηκών διαβίωσης να εκδηλώσουμε. Άλλωστε η κοινότυπη έκφραση που λέει ότι, ως άνθρωποι είμαστε ικανοί για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο, είναι μία αδιαμφισβήτητη αλήθεια και πραγματικότητα.
Το Κέλυφος το διαβάζεις χωρίς ανάσα, είναι ένα συναρπαστικό δημιούργημα που σε κάνει να περιμένεις ανυπόμονα ολόκληρη την τριλογία. Όμως 42 εκδοτικοί οίκοι αρνήθηκαν να το εκδώσουν, έχοντας μάλιστα χαρακτηρίσει το βιβλίο με ιδιαίτερα σκληρούς όρους. Ποια είναι η άποψη σας;
Επιτρέψτε μου χαριτολογώντας να προλογίσω την απάντηση μου όπως έκανα και με τα κεφάλαια του βιβλίου μου, με μία ρήση του Άντον Τσέχωφ, «Όσο πιο χαζός είναι ο χωριάτης, τόσο καλύτερα τον καταλαβαίνει το άλογο».
Αυτή φαίνεται πως είναι η εμπορική νοοτροπία των περισσοτέρων (ευτυχώς όχι όλων) εκδοτικών οίκων της χώρας, οι οποίοι θεωρούν εκ προοιμίου ότι οι αναγνώστες είναι ικανοί ή μάλλον ανίκανοι να διαβάσουν κάτι διαφορετικό από απλοϊκές ερωτικές νουβέλες. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που αν κοιτάξετε τα βιβλία που κατακλύζουν την εγχώρια αγορά είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία ερωτικές ιστορίες.
Το λυπηρό δε είναι, πως υποτιμούν τους αναγνώστες τους και τις ανάγκες τους, προσπαθώντας να τους οδηγήσουν (καθοδηγήσουν) σε εύπεπτα λογοτεχνικά μονοπάτια έχοντας στο μυαλό τους μόνο το εμπορικό κέρδος.
Δε θέλω να είμαι ούτε άδικος, ούτε δηκτικός, αντιλαμβάνομαι ότι οι εκδοτικοί οίκοι είναι επιχειρήσεις, όμως σε αντίθεση με άλλους οικονομικούς οργανισμούς, είναι θέλοντας και μη, κοινωνοί του πνεύματος, έχοντας μία εξαιρετικά υπεύθυνη θέση στη διαπαιδαγώγηση της κοινωνίας, δυστυχώς όμως στο όνομα του κέρδους, αυτήν τους την ιδιότητα φαίνεται πως την έχουν απωλέσει.
Τελειώνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω τον συγγραφέα, Έκτορα Δέλτα κατά κόσμον Γιάννη Διαμαντή, για δύο λόγους, πρώτον για τη συνέντευξη που είχε την καλοσύνη να μου παραχωρήσει και δεύτερον για την τιμή που μου έκανε ζητώντας μου να προλογίσω το Κέλυφος στην επίσημη παρουσίαση του.
Ευχαριστώ και πάλι.