ROMA GALLERY :"το κάλλος. Η απώλεια. The Beauty. The Loss" Τάσσος Βρεττός - Γιάννης Τσαρούχης.

 ROMA GALLERY :"το κάλλος. Η απώλεια. The Beauty. The Loss" Τάσσος Βρεττός - Γιάννης Τσαρούχης.

Το κάλλος. Η απώλεια.

 (Λεπτομέρειες)

Γιάννης Τσαρούχης & Τάσος Βρεττός

31.10.24 - 29.11.2024

Επιμέλεια έκθεσης:

 Μάνος Στεφανίδης

 Ασφαλώς λεπτομέρειες. Επειδή κανείς δεν μπορεί, δεν επιτρέπεται να μιλήσει για το κάλλος ολιστικά, με αξιωματικό τρόπο. Παρά μόνο με υπαινιγμούς. Ή, σπαράγματα. Δηλαδή μισόλογα. Αντίθετα με την απώλεια. Που τα λόγια περισσεύουν. Ή, μάλλον που οι πάντες έχουν βιώσει τόσο βαθιά, ώστε δεν χρειάζονται καν λόγια. Ίσως ένας στεναγμός μόνο. Αρκεί μόνο τόσο.

Από την άλλη το κάλλος είναι πάντα κάτι που σχετίζεται με το παρελθόν. Και γι' αυτό η σχέση μας με αυτό εξαντλείται όχι τόσο στη βίωση - αυτή αξίζει μόνο στους μυημένους - αλλά μάλλον στην εξιδανίκευση. Στη νοσταλγία. Αυτό αντέχουμε οι άνθρωποι. Για να ακολουθήσει το πένθος της απώλειας. Για όσα καταστρέψαμε με την φονική αθωότητα των νηπίων. Μια κατάσταση που οι πάντες έχουμε βιώσει. Σ' αυτή την πόλη, σ' αυτή τη χώρα. Αμνήμονες της ιστορίας μας, αγνώμονες της παράδοσης μας της ίδιας. Μικροί καταστρέφαμε τα παιχνίδια μας για να μάθουμε. Ενήλικες καταστρέφουμε, από απόγνωση, όσα μας ξεπερνούν. Χωρίς να μαθαίνουμε τίποτα. Για να ξεχάσουμε, να διαγράψουμε όσα ξέραμε. Η απώλεια σαν λησμοσύνη και το φαρμάκι σαν φάρμακο. Λαιστρυγόνες που δεν θυμούνται. Όχι μόνο εμείς αλλά και οι επερχόμενοι. Έτσι ώστε το κάλλος να καταστεί αντί μαρτυρίας μαρτύριο κι αντί ηδονής οδύνη. 

Γνωστά πράγματα τοις πάσι. Όπως ο τρόπος που εξοστρακίσαμε την παράδοση του κλασικού που την έτρεφαν στα χώματα μας οι χιλιετίες. Επειδή ο νεοκλασικισμός στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ ρομαντική ονείρωξη όπως συνέβαινε στην υπόλοιπη Ευρώπη, ένα greek revival, ένας neoclassicism -  δηλαδή το φάντασμα του κλασικού και η ελεγεία της απώλειας του - αλλά κάτι το γηγενές που ανασταινόταν με τον πιο φυσικό τρόπο. Σαν το κουκούτσι της ελιάς που βρίσκει τρόπους αν και χθόνιο, να βγει πάλι στο φως. Αυτό το φως που ανασταίνει, βλέπει στις προσόψεις των νεοκλασικών του Τσίλερ ο Τσαρούχης.

Ο νεοκλασικισμός στην υπόλοιπη Ευρώπη, εκεί γύρω στα 1800, υπήρξε μία ακόμα εκδοχή του εκρηκτικού κινήματος που λέγεται ρομαντισμός, ή αν προτιμάτε, ήταν η πειθαρχημένη, η ορθολογική διαχείριση του ρομαντικού πάθους. Κοινή αναφορά και των δύο, δηλαδή του ρομαντισμού και του του κλασικισμού, του alter ego του, υπήρξε η νοσταλγία του παρελθόντος. Μόνο που οι ρομαντικοί νοσταλγούσαν τον Μεσαίωνα και οι κλασικιστές την αρχαιότητα. 

Αμέσως μετά την απελευθέρωση του μικρού νεοελληνικού βασιλείου - κατ' ουσίαν ενός προτεκτοράτου των μεγάλων δυνάμεων - ιστορική συγκυρία επέτρεψε να εμπλακούν στο κτίσιμο της νέας πρωτεύουσας μυθικά ονόματα του ευρωπαϊκού ρομαντισμού: 

Ο Schinkel, δάσκαλος των Κλεάνθη - Schaubert, ο Klenze, οι Δανοί αδελφοί Hansen, ο Boulanger, ο Garnier, ο Lange, ο Gärtner. Και βέβαια ο πολύς Ernst Ziller πού δέσποσε περισσότερο από μισό αιώνα στην ανοικοδόμηση της πρωτεύουσας. Αρχικά ως εργολάβος στην ανέγερση της Ακαδημίας των Hansen και αργότερα ως ο αποκλειστικός αρχιτέκτονας βασιλιάδων, πρωθυπουργών και σύμπασας της μεγαλοαστικής τάξης, όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σε πολλές, άλλες πόλεις της επικρατείας. Από την Πάτρα ως την Ερμούπολη. Ειδικά στον Πειραιά και την περιοχή της Καστέλλας σώζεται ολόκληρη συνοικία με το όνομα του. Σε ένα τέτοιο νεοκλασικό σπίτι γεννήθηκε στον Πειραιά και σ' ένα άλλο ανάλογο μεγάλωσε ο Γιάννης Τσαρούχης ενώ τα εκλεκτιστικά κτίσματα του Ziller εμπρός από την πλατεία Αλεξάνδρας που αγνάντευαν τον Σαρωνικό, ζωγράφιζε με θρησκευτική ευαισθησία σε όλη την σταδιοδρομία του. Περίφημες είναι επίσης οι αποδόσεις των καφενείων Νέον, Μαυροκέφαλου και Πάνθεον στις οποίες συνδυάζονται η μαγική απόδοση του αθηναϊκού φωτός και η ακρίβεια των δωρικών αναλογιών των κατοικιών που ο ελληνοποιημένος αρχιτέκτων αντλούσε τόσο από την κλασική αρχαιότητα, όσο και από τις πομπηιανές βίλες ή την Αναγέννηση του Palladio. Από όλον αυτό τον ονειρικό κόσμο που αποδείκνυε τη δυναμική που είχε αποκτήσει η αναγεννημένη Ελλάδα στο πέρασμα από τον 19ο αιώνα στον 20ο, σήμερα δεν έχει απομείνει σχεδόν τίποτα. Ούτε καν ωραία ερείπια. Αφού η απώλεια έχει υποκαταστήσει το κάλλος και η νεοβάρβαρη, άνιση, όσο και επιθετική ανοικοδόμηση, η αισθητική των εργολάβων, η δικτατορία του κέρδους εξοστράκισαν το μέτρο και την υποβλητική γοητεία της αληθινής αρχιτεκτονικής. Η απώλεια έκτοτε θα είναι το κόστος της κάθε αναγκαίας (;) ανάπτυξης έτσι ώστε η Αθήνα να καταστεί τελικά η πόλη της μη αρχιτεκτονικής. Της αμνησίας, της decapitatio memoriae. 

Αυτήν την ιδιότυπη καταγραφή της απώλειας αναλαμβάνει στην παρούσα έκθεση ο πολυδιάστατος φωτογράφος Τάσος Βρεττός, παρουσιάζοντας φωτογραφικά έργα από τις αρχές του 2010, τα οποία συνδιαλέγονται με τα ζωγραφικά έργα του Τσαρούχη, επιμένοντας στο ν' αποκαλύπτει σπαράγματα ομορφιάς ακόμα και στο χάος της τερατούπολης ή στην φυγή μέσα από την σκηνοθεσία άλλων τρόπων και άλλων εποχών. Όπως συμβαίνει με τους φουστανελάδες μέσα στο παλαιϊκο καφενείο ή τους ευζώνους που παρελαύνουν σε ανεπίληπτους σχηματισμούς στο κέντρο της πόλης. Αφού μόνο σπαράγματα ή φευγαλέες εικόνες, σαν αυτές που τραβάει κινούμενος με αυτοκίνητο o Βρεττός στον περιώνυμο κύκλο της πλατείας Ομονοίας, μπορεί να δώσουν μιαν αίσθηση του γοητευτικού παρελθόντος. Με το Μπάγκειον ή το Αλεξάνδρειον, κι αυτά έργα του Ziller, να χάσκουν ως  άβολα ερείπια της ακηδίας μας. Προσωπικά οι φωτογραφίες του με παραπέμπουν στο μαυρόασπρο σινεμά του Νίκου Κούνδουρου, στις Μέρες του '36  και τον  Θίασο του Θόδωρου Αγγελόπουλου και Στον Καιρό τον Ελλήνων του Λάκη Παπαστάθη. 

Εγκαίνια: Πέμπτη, 31.10.2024 (19.00)

Διάρκεια: 31.10 - 29.11.2024

Ελεύθερη είσοδος

Για περισσότερες πληροφορίες και υλικό για την έκθεση παρακαλώ επικοινωνήστε: عنوان البريد الإلكتروني هذا محمي من روبوتات السبام. يجب عليك تفعيل الجافاسكربت لرؤيته. ή στο 213 0358344


The Beauty. The Loss (details)

Yannis Tsarouchis & Tassos Vrettos

31.10.24 - 29.11.2024

Curated by: 

Manos Stefanidis

Certainly, details. Because no one can, nor is allowed to speak about beauty holistically, in an authoritative manner. Only through hints. Or fragments. In other words, half-spoken words. In contrast to loss. Where words abound. Or rather, where everyone has experienced it so deeply, that words are unnecessary. Perhaps just a sigh is enough. Just that.


On the other hand, beauty is always something related to the past. And that’s why our relationship with it is exhausted, not so much in experiencing it—this is reserved for the initiated—but rather in its idealization. In nostalgia. This is what we can endure as humans. To then face the mourning of loss. For what we have destroyed with the lethal innocence of children. A state we have all experienced. In this city, in this country. Forgetful of our history, ungrateful to our own tradition. As children, we destroyed our toys to learn. As adults, we destroy, out of despair, what surpasses us. Without learning anything. To forget, to erase what we knew. Loss as oblivion and poison as medicine. Laestrygonians who do not remember. Not only us, but those who come after us too. So that beauty becomes, instead of testimony, torment, and instead of pleasure, pain.

These things are known to all. Like the way we ostracized the classical tradition that was nourished in our soil for millennia. Because neoclassicism in Greece was never a romantic fantasy as it was in the rest of Europe—a Greek revival, a neoclassicism—that is, the ghost of the classical and the elegy of its loss—but something native, resurrected in the most natural way. Like the olive pit that finds ways, though subterranean, to come back into the light. This light that resurrects can be seen in the façades of Ziller’s neoclassical buildings, as depicted by Tsarouchis.

Neoclassicism in the rest of Europe, around 1800, was yet another version of the explosive movement called Romanticism, or if you prefer, it was the disciplined, rational management of romantic passion. The common reference of both—Romanticism and its alter ego, Classicism—was the nostalgia for the past. Only that the Romantics longed for the Middle Ages, while the Classicists for antiquity.

Immediately after the liberation of the small Greek kingdom—essentially a protectorate of the great powers—the historical context allowed mythical figures of European Romanticism to become involved in the building of the new capital: Schinkel, the teacher of Kleanthis-Schaubert, Klenze, the Danish brothers Hansen, Boulanger, Garnier, Lange, Gärtner. And of course, the great Ernst Ziller, who dominated the reconstruction of the capital for more than half a century. Initially as a contractor for the construction of Hansen’s Academy, and later as the exclusive architect of kings, prime ministers, and the entire bourgeois class, not only in Athens but also in many other cities across the country, from Patras to Ermoupolis. Especially in Piraeus and the area of Kastella, a whole neighborhood bearing his name still survives. It was in such a neoclassical house that Giannis Tsarouchis was born in Piraeus, and in another similar one that he grew up, while the eclectic buildings of Ziller in front of Alexandra’s Square, which overlooked the Saronic Gulf, were painted with religious sensitivity throughout his career. Famous are also his depictions of the Neón, Mavrokefalos, and Pantheon cafés, where he combined the magical rendering of Athenian light with the precision of the Doric proportions of the houses, which the Hellenized architect drew from both classical antiquity, Pompeian villas, and Palladian Renaissance. From this entire dreamlike world, which demonstrated the dynamism that reborn Greece had acquired in the transition from the 19th to the 20th century, today almost nothing remains.

Not even beautiful ruins. Since loss has replaced beauty, and the neo-barbaric, unequal, and aggressive reconstruction—the aesthetics of contractors, the dictatorship of profit—has ostracized measure and the imposing charm of true architecture. Since then, loss will be the cost of every necessary (?), so-called development, so that Athens ultimately becomes the city of non-architecture. Of amnesia, of decapitatio memoriae.

This unique recording of loss is undertaken in this exhibition by the multi-dimensional photographer Tasos Vrettos, who insists on revealing fragments of beauty even in the chaos of the monstrous city or in the escape through staging other ways and other times. As happens with the foustanella-wearers in the old café or the Evzones parading in impeccable formations in the city center. Since only fragments or fleeting images, like those Vrettos captures while driving in the famous Omonoia Square circle, can offer a sense of the charming past. With the Bageion or the Alexandrion—both works of Ziller—gaping as uncomfortable ruins of our indifference. Personally, his photographs remind me of the black-and-white cinema of Nikos Koundouros, of Days of ’36, of Theo Angelopoulos’ The Travelling Players, and Lakis Papastathis’ Chronicle of the Greeks.

Opening: Thursday, 31.10.2024 (19:00)  

Duration: 31.10 – 29.11.2024  

Free entrance

For more information and exhibition material, please contact: iعنوان البريد الإلكتروني هذا محمي من روبوتات السبام. يجب عليك تفعيل الجافاسكربت لرؤيته.or 

+30 213 0358344.


 Τάσος Βρεττός

Βιογραφικά στοιχεία

Ο Τάσος Βρεττός γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Χαλάνδρι όπου και επέστρεψε με την έκθεση Το αίνιγμα του δάσους, σαράντα χρόνια μετά την πρώτη του έκθεση στο Αετοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου. 

Ασχολείται με τη φωτογραφία από το 1979, τόσο με προσωπικά καλλιτεχνικά project όσο και ως επικεφαλής του φωτογραφικού τμήματος της εκδοτικής εταιρείας Γραμμή, αργότερα των εκδόσεων Λαμπράκη, και σήμερα ως ιδρυτής και διευθυντής του Studio Vrettos. Έχει εργαστεί στην δισκογραφία, την διαφήμιση και τον Τύπο και έχει δουλέψει με πλήθος καλλιτεχνικών ομάδων και εθελοντικών οργανώσεων. 

Ανάμεσα στις εκθέσεις του συγκαταλέγονται οι: (Ατομικές:) The Feel. Backstage, Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου (2021), T(ρ)όποι Λατρείας. Τάσος Βρεττός, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα (11/2015–1/2016), Les Recontres de la Photographie, Αρλ (2016), Homo Ludens, Μουσείο Φωτογραφίας, Θεσσαλονίκη (2005), The Hole Argument, σε συνεργασία με το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας, The Breeder, Αθήνα (2010), Αθήνα: Πόλη & Κινηματογράφος, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα (2009). (Ομαδικές:) Κοινοί Ιεροί Τόποι, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης (2017), HELL AS PAVILION, Palais de Tokyo, Παρίσι (2013), The Magic Circle, Loraini Alimantiri Gazonrouge, Αθήνα (2012), Ντέρτι Humanism, Faggionato Fine Arts, Λονδίνο (2011), Φωτογραφία και Μόδα, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (2004-2005), Transphotometafores, Μουσείο Φωτογραφίας, Θεσσαλονίκη, και στη συνέχεια σε διάφορες πόλεις σε Ελλάδα, Γαλλία, Ισπανία, Βέλγιο (2001-2004), Περί Πάτρης, Σπίτι της Κύπρου, Αθήνα (1996). 

Έργα του έχουν συμπεριληφθεί στις εκδόσεις: Aποκαλύψεις (σε συνεργασία με τον σκηνογράφο Διονύση Φωτόπουλο, Εκδόσεις Αδάμ, 1989), The Hole Argument (Εκδόσεις Σαπρόφυτα, Σειρά Σκαντζόχερος, 2010), Αθήνα: Πόλη & Κινηματογράφος (Université Sorbonne Nouvelle - Paris 3, 2009), Μυστήρια και Θαύματα - Η φωτογραφία πέρα από την αναπαράσταση (Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, 2005), Φωτογραφία και Μόδα (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 2005), Το γυμνό στην ελληνική φωτογραφία (Εκδόσεις Κοχλίας, 2004), Ελληνομουσείον (M. Στεφανίδης, Εκδόσεις Μίλητος, 2001), Θράκη - Terra Incognita (Rodos Image, 1997), Κάτι το Ωραίον, (έκδοση Οι φίλοι του Περιοδικού ΑΝΤΙ, 1984).

Image

COPYRIGHT ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ STUDIOVAHARIDIS - ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ, ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ 1957, Α ΟΨΗ

Image

COPYRIGHT ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ STUDIOVAHARIDIS - ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ, ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ 1957, Α ΟΨΗ

Image

COPYRIGHT ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ STUDIOVAHARIDIS - ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ, ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Ο ΠΑΡΘΕΝΩΝ 1955

Image

COPYRIGHT TASSOS VRETTOS

Image

COPYRIGHT - TASSOS VRETTOS

Image

COPYRIGHT - TASSOS VRETTOS

Image

COPYRIGHT - TASSOS VRETTOS